- πτερνοκόπις
- πτερνο-κόπις, ἡ, nickname of a certain Philoxenus, Men.276, Axionic.6.2. (Origin unknown; not fromA
πτέρνη 111
, since πέρνα first occurs in Roman times.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτέρνη 111
, since πέρνα first occurs in Roman times.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτερνοκοπίς — ίδος, και πτερνοκόπις, ιδος, ἡ, Α (ως κωμική προσωνυμία παρασίτου) η κοπίδα πτερνών, δηλ. χοιρομηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη (ΙΙ) «χοιρομέρι» + κοπίς (< κόπος < κόπτω)] … Dictionary of Greek